Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

πίπ τω

См. также в других словарях:

  • πίπα — I (pipa). Γένος βατράχων της Νότιας Αμερικής, που ανήκει στην οικογένεια των Πιπιδών. Το είδοςβάτραχος του Σουρινάμφτάνει σε μήκος τα 20 εκ. Το σώμα του είναι κοντό, πλατύ, με μικρό πλατύ τριγωνικό κεφάλι. Στην εποχή της αναπαραγωγής, το δέρμα… …   Dictionary of Greek

  • πίφι(γ)ξ — και πίφηξ, γγος, ὁ, Α 1. είδος άγνωστου πτηνού 2. (κατά τον Ησύχ.) «κορυδαλλός». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. τών τ. πιπ ίζω*, πιπ ῶ* και το εκφραστικό επίθημα ιγξ (πρβλ. σάλπ ιγξ, στρ ίγξ) με ανομοιοτική τροπή τού ψιλού –π στο… …   Dictionary of Greek

  • πιπιλίζω — και πιπιλώ, άω, Ν 1. γλείφω κάτι αργά αργά και για πολλή ώρα με ελαφρές συσπαστικές κινήσεις τών χειλιών και τής γλώσσας, βυζαίνω 2. φρ. «μού [σού, τού] πιπιλίζει ή πιπίλισε το μυαλό» μτφ. μέ [σέ, τόν] ζαλίζει ή ζάλισε με την παρατεταμένη φλυαρία …   Dictionary of Greek

  • Βαλαβάνη, Ελένη — (Βόλος 1922 –). Λογοτέχνης. Σπούδασε νομικά στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και γερμανική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου. Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την παιδική λογοτεχνία. Είναι μέλος του Συνδέσμου Ελλήνων Λογοτεχνών και του… …   Dictionary of Greek

  • Εσθονία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Εσθονίας Παλαιότερη ονομασία: Εσθονική Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία (1947 90) Έκταση: 45.227 τ. χλμ Πληθυσμός: 1.415.681 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Ταλίν (404.000 κάτ. το 2000)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στη… …   Dictionary of Greek

  • Ντίκενς, Τσαρλς — (Charles Dickens, Λάντπορτ, Πόρτσμουθ 1812 – Λονδίνο 1870). Άγγλος συγγραφέας. Ήταν ακόμα παιδί όταν εγκαταστάθηκε μαζί με την οικογένειά του στο Λονδίνο. Ο πατέρας του, μια συγκινητική και κωμική ενσάρκωση του οποίου βρίσκουμε στον κύριο… …   Dictionary of Greek

  • pīp(p)- —     pīp(p)     English meaning: to squeak     Deutsche Übersetzung: “piepen”     Note: also unredupl. pī̆ with variant derivatives. onomatopoeic word     Material: O.Ind. píppakü “ein certain bird”, pippīka “ein bird”? Gk. πῖπος f. or πίππος m.… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»